- αρτοπώλης
- ο (Α άρτοπώλης) [αρτόπωλις]αυτός που πουλά άρτο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρτοπώλης — baker masc nom sg ἀ̱ρτοπώλης , ἀρτοπωλέω deal in bread imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀρτοπωλέω deal in bread imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτοπώλης — ο θηλ. ισσα ο πωλητής ψωμιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρτοπωλῶν — ἀρτοπώλης baker masc gen pl ἀρτοπωλέω deal in bread pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοπῶλαι — ἀρτοπώλης baker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοπώλου — ἀρτοπώλης baker masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοπώλῃ — ἀρτοπώλης baker masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάγκιπος — και μάγκιπας, ο, θηλ. μαγκίπισσα (Μ μάγκιψ και μάγκηψ και μάγγιψ, πος και μάγκιπας και μάγκιπος) αυτός που παρασκευάζει και πουλά άρτο, αρτοπώλης, φούρναρης νεοελλ. (το αρσ.) ο μάγκιπος ο μοναχός που παρασκευάζει τον άρτο σε μονή. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ἀρτοπώλα — ἀρτοπώλᾱ , ἀρτοπώλης baker masc nom/voc/acc dual ἀρτοπώλᾱ , ἀρτοπώλης baker masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Pancrates of Athens — Pancrates ( el. Παγκρατης) of Athens, was a Cynic philosopher who lived c. 140 AD. Philostratus relates, that when the celebrated sophist Lollianus was in danger of being stoned by the Athenians in a tumult about bread, Pancrates quieted the mob… … Wikipedia
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek